Ιστορικά γεγονότα :
Το ψωμί στην ιστορία ήταν πάντα ένα σύμβολο τροφής , επιβίωσης καθώς και στην θρησκεία όπου γίνονταν διάφορες τελετές προς τιμήν στον θεό ή θεούς που λάτρευαν.
Το χρησιμοποιούσαν και ως μονάδα νομίσματος για συναλλαγες ανάμεσα σε διάφορους λαούς (εμπόριο ) ή ως κάλυψη μισθών μεταξύ των υψηλόβαθμων κρατικών αξιοματούχων στους απλούς χωρικούς.
Το ψωμί θεωρείται το πρώτο και παλαιότερο΄΄έτοιμο΄΄ φαγητό στην ιστορία .
Ιστορικοί πληροφορούν πως η τέχνη του ψωμιού , το ζύμωμα , το πλάσιμο και το ψήσιμο ξεκίνησε στην Αρχαία Αίγυπτο , αλλά ξεχωριστή θέση στην ιστορία της γαστρονομίας την έχουν κατακτήσει οι Έλληνες.
Η λέξη 'ψωμί' προέχρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη '' ψώω" που σημαίνει τρίβω , αλέθω ή 'ψωμίζω' δηλαδή τρέφομαι .
Οι Έλληνες προσέφεραν πολλα στην τέχνη της αρτοποιίας. Προσθέτοντας αρωματικά μπαχαρικά , γάλα, μέλι, ζάχαρη, δάφνη καθόριζαν το τελικό προϊόν και σε ποια θεότητα θα το πρόσφεραν
Έφτασαν να φτιάχνουν μέχρι και 72 διαφορετικούς τύπους ψωμιού
Το ψωμί στην Ιστορία της Ελλάδας πάντα ήταν ένα θρησκευτικό σύμβολο καθώς οι Αρχαίοι Έλληνες το τιμούσαν και το δόξαζαν σε γιορτή που την έλεγαν Θειογόνους Άρτους και λάτρευαν την θεά Δήμητρα, την θεά των δημητριακών , της καλλιέργειας της γης και των αγαθών της. Μεγάλες ποσότητες άρτου από καλής ποιότητας σταριού κατανάλωναν και αφιέρωναν στον ναό της στην Ελευσίνα για να την ευχαριστήσουν για τους καρπούς που τους έδωσε αλλά και να την παρακαλέσουν για καλύτερη καρποφορεία.
Στα Χριστιανικά χρόνια, ο Χριστός στο μυστικό δείπνο ευλόγησε το ψωμί , τον άρτο, και το ομοίωσε με το σώμα του, εξού και μεταγενέστερα οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν το ψωμί με μεγαλύτερη ευλάβεια. Καθημερινά στο τραπέζι τους υπήρχε ψωμί και αμα έπεφτε καταλάθος ένα κομμάτι στο πάτωμα, απλά το σήκωναν , το φυσούσαν και το έβαζαν πάλι πάνω στο τραπέζι . Ακομά και μετά το φαγητό , στο τέλος η νοικοκυρά πάντα τίναζε τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο στην αυλή του σπιτιού για να τα φάνε τα πουλία ή τα ξερά κομμάτια τα μούλιαζε σε νερό και τα έδινε στις κότες. Έτσι ποτέ δεν πετούσαν ψωμί, το θεωρούσαν αμαρτία.
Ακόμα και στης μέρες μας γνωστή δοξασία κατά την παρασκυευή ψωμιού είναι όταν το βάζει η νοικοκυρά στο φούρνο να ψηθέι το σταυρώνει 3 φορές για να έχει ένα πετυχημένο αποτέλεσμα.
Πώς έφτιαχναν στο Πόντο προζύμι με βασιλικό του Σταυρού:
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν προζύμι με Βασιλικό στις 14 Σεπτεμβρίου εορτή της Ύψώσεως του Τιμίου Σταυρού και το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή ψωμιού.
Μετά τη λειτουργία, έπαιρναν ένα κλωνάρι βασιλικό από τα χέρια του ιερέα ,το πήγεναν στο σπιτικό τους και το έβαζαν σε ένα ποτήρι με νερό. Το σκέπαζαν με ένα ολόλευκο πανί και το άφηναν όλο το βράδυ.
Την άλλη μέρα έβγαζαν τον βασιλικό, ζέσταιναν λίγο το νερό και έριχναν μέσα λίγο αλεύρι και γινόταν ένας αραιός χυλός. Το σκέπαζαν με την ίδια λευκή πετσέτα και από πάνω τοποθετούσαν το βασιλικό. Το άφηναν όλη μέρα.
Την άλλη μέρα το πρωί συμπλήρωναν λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι ακόμη και το άφηναν και πάλι τυλιγμένο. Το βράδυ έκαναν πάλι το ίδιο με λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι και το άφηναν τυλιγμένο έως το πρωί. Δηλαδή επαναλάμβαναν τη διαδικασία τρεις φορές.
Το προζύμι το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή ψωμιού ή πρόσφορου και κάθε φορά κρατούσαν λίγο ζυμάρι για την επόμενη φορά.
Το περίεργο είναι ότι το προζύμι φούσκωνε χωρίς προσθήκη μαγιάς και το απέδιδαν στην «χάριν» του Τιμίου Σταυρού
Το ψωμί στην Ιταλο-γερμανική Κατοχή
Καθόλου κρέας ή ψάρι. Κάθε μπουκιά φαϊ ήθελε καλό μάσημα για να ξεγελάσουν το στομάχι οτί είναι γεμάτο και ποτέ δεν ξεχνούσαν να μαζέψουν τα ψίχουλα από το τραπέζι σε ένα βαζάκι. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας είχαν αρκετά ώστε να τα χρησιμοποιήσουν στην ''μαγειρική '' τους.
Η Μπομπότα είναι ένα είδος ψωμιού από καλαμποκάλευρο που το έφτιαχναν την περίοδο της Κατοχής. Η ιστορία ξεκινάει στην Βοιωτία σε κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας και της Ορεινής Ναύπακτου.
Το 1940 στην Ελλάδα κυριαρχούσε η φτώχεια . Το σιτάρι πια δεν υπήρχε και το μόνο που τους πρόσφερε η ''μητέρα'' γη τότε ήταν το καλαμπόκι. Αυτό γιατί στην Ελλάδα υπήρχε πόλεμος και οι κατακτήτες ρήμαξαν την Ελληνική περιουσία.
Νωρίς τον Απρίλιο κάθε οικογένεια ξεκινούσε το όργωμα του χωραφιού με την βοήθεια ενός αλόγου που του έδεναν ένα αλέρτι. Στη συνέχεια πάλι με την βοήθεια του αλόγου ,έσπερναν το καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό από πηγάδια ή απο το ποτάμι. Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στον μύλο μετα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Όταν το έπερναν σπίτι με τα σακιά, οι γυναίκες του σπιτιού το κοσκίνιζαν με μεγάλες σίτες μέσα σε σκάφη. Εκεί ξεχώριζαν το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη από το χοντρό αλεύρι που έμενε πάνω στη σίτα και το κρατούσαν για να το δώσουν στα ζώα . Στη συνέχεια, το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη ρίχνανε την ανάλογη ποσότητα ζεστού νερού . Το ανακάτευαν με μια ξύλινη κουτάλα , το ζύμωναν, το έβαζαν σε ταψια και ψήνανε σε φούρνο με ξύλα για μισή ώρα περίπου.
Είχαν δύο είδη μπομπότας ,την ανεβατή και την λείψή.
Την ανεβατή τη ζύμωναν με κανονικό προζύμη στο σκαφίδι. Μόνο που το καλαμποκάλευρο το ζεματούσαν με αλατισμένο νερό. Το έκαναν κανονικό ζυμάρι και το έριχναν σε ταψιά. Το άφηναν πολλές ώρες να φουσκώσει και ύστερα το έψηναν.
Την μπομπότα στο τραπέζι την έκοβαν σε φέτες όπως και το κανονικό ψωμί.
Η λειψή μπομπότα γινόταν χωρίς προζύμι. Το αλεύρι το ζεμάτιζαν και ύστερα το έτριβαν με λάδι έπειτα ρίχνανε μέσα και σταφίδες και κανέλα. Έτσι γινόταν τραγανό και νόστιμο ακόμα και σε κάποιες περιοχές το βάζανε σε ταψί που το αλείφανε με πετιμέζι και ύστερα το έψηναν το λεγόμενο ''κατσαμάκι΄΄ ένα είδος γλυκού.
Η μπομπότα έσωσες πολλές ζωές στην κατοχή διότι επικρατούσε τρομερή πείνα που δεν είχε ξαναζήσει ο ελληνικός λαός.
Το ψωμί στην ιστορία ήταν πάντα ένα σύμβολο τροφής , επιβίωσης καθώς και στην θρησκεία όπου γίνονταν διάφορες τελετές προς τιμήν στον θεό ή θεούς που λάτρευαν.
Το χρησιμοποιούσαν και ως μονάδα νομίσματος για συναλλαγες ανάμεσα σε διάφορους λαούς (εμπόριο ) ή ως κάλυψη μισθών μεταξύ των υψηλόβαθμων κρατικών αξιοματούχων στους απλούς χωρικούς.
Το ψωμί θεωρείται το πρώτο και παλαιότερο΄΄έτοιμο΄΄ φαγητό στην ιστορία .
Ιστορικοί πληροφορούν πως η τέχνη του ψωμιού , το ζύμωμα , το πλάσιμο και το ψήσιμο ξεκίνησε στην Αρχαία Αίγυπτο , αλλά ξεχωριστή θέση στην ιστορία της γαστρονομίας την έχουν κατακτήσει οι Έλληνες.
Η λέξη 'ψωμί' προέχρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη '' ψώω" που σημαίνει τρίβω , αλέθω ή 'ψωμίζω' δηλαδή τρέφομαι .
Στην Αρχαία Ελλάδα ο λαός τρεφόταν (λιτοδίαιτοι) με χορταρικά , ελιές , τυρι και ψωμί. Στα μεγάλα συμπόσια έτρωγαν το κρέας με τα χέρια και αντι για πετσέτα χρησιμοποιούσαν μικρά κομμάτια ψωμιού για να σκουπιστούν και τα πετούσαν στα σκυλιά τα φάνε για να τους ακολουθούν.
Το ψωμί ήταν το βασικό προϊόν κατανάλωσης .
Το αποκαλούσαν και 'Άρτο' . Με την λέξη άρτο πολλοί εννοούσαν όχι μόνο το ψωμί αλλα και το φαγητό γενικότερα.
Αλλα δεν είχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης την ίδια ποιότητα και ποσότητα ψωμιού , καθώς υπήρχαν διάφορες κοινωνικές θέσεις . Έτσι ο πλουσιότερος οικογενιάρχεις έπερνε πάντα ψωμί με το σπανιότερο στάρι και με μεγάλης θρεπτικής αξίας. Αντίθετα, ο κοινός λαός αγόραζε πάντα κριθαρένιο ψωμί.
Το σιτάρι το έφερναν οι ναυτικοί έμποροι από την Αίγυπτο . Το αποθήκευαν σε μεγάλα πυθάρια και ανάλογα την οικονομική θέση που είχε ο καθένας έπερνε το μερίδιο του. Όταν σε περιόδους πολέμων οι αποθηκες με τα πυθάρια κόντευαν να αδειάζουν υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να κυρήξουν πείνα και φτώχεια αλλά ακόμα και όταν δεν γινόταν η έγκαιρη παράδοση από τους ναυτικούς. Γι'αυτό η οργάνωση και η κατανομή της πρώτης ύλης ήταν πολύ σημαντική και την τηρούσαν με ευλάβεια ,με νόμους.
Στην Αρχαία Αθήνα φημολογείται πως ο καλύτερος παρασκευαστής ψωμίου ήταν ο Θεάριος κατείχε ξεχωριστή θέση και ήταν γνωστός στην εποχή του. Αλλά κάθε σπίτι έκανε το δικό του ψωμί, καθώς όλοι είχαν το δικό τους χειροκίνητο μύλο για να αλέθουν το δικό τους αλευρι. Με αυτό τον τρόπο έφτιαχναν το ψωμί που ήθελαν. Ο Ηρόδοτος λέει πως στην Αρχαία Αίγυπτο , Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη το ψωμί το ζύμωναν με τα πόδια αφού δεν υπήρχαν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις και μηχανισμός για παρασκεύη μεγάλης ποσότητας ζυμαριού. Το πρώτο οργανωμένο αρτοποιίο άνοιξε στις αρχες του 20 αιώνα μ.Χ.
Το ψήσιμο του ζυμαριού στην Αρχαία Ελλάδα γινόταν με διάφορους τρόπους. Μέσα στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργυλο . Άλλη πιο απλή και παλιότερη μέθοδος , τοποθετούσαν αναμένα κάρβουνα στο έδαφος γύρο από ένα σκεύος με θολοτό σχήμα. Μόλις το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό , αφαιρούσαν τα κάρβουνα , έβαζαν το ζυμάρι στο σκεύος και το κάλυπταν με ένα καπάκι. Πρόσθεταν σταδιακά λίγα κάρβουνα για να κρατάει τη θερμοκρασία το έδαφος. Οι πρώτοι πέτρινοι φούρνοι εμφανίστηκαν κατά την Ρωμαϊκή περίοδο.
Τα βασικά είδη ψωμιού που είχαν οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν ο ζυμίτης , το άζυμο και το σιμιγδαλίτης .
Ζυμίτης ήταν το ψωμί που αποτελούταν απο αλέυρι , νερό και προζύμι . Ήταν το κοίνο ψωμί του λαού. Όταν έφτιαχναν το ζυμάρι κρατούσαν ένα κομμάτι και το φύλλαγαν για την επόμενη μέρα για προζύμι. Έτσι το ψωμί τους γινόταν πιο μαλακό και εύγευστο.
Άζυμο ήταν το ψωμί που αποτελούνταν μόνο από αλεύρι και νερό. Ήταν το ψωμί των φτωχών.
Σιμιγδαλίτης ήταν το ψωμί από λεπτότατο και πολύ πιο υψηλής ποιότητας σιτάρι . Ήταν το ψωμί των πλουσίων και των κατοίκων που κατείχαν πιο υψηλή θέση στην κοινωνία.
Οι Έλληνες προσέφεραν πολλα στην τέχνη της αρτοποιίας. Προσθέτοντας αρωματικά μπαχαρικά , γάλα, μέλι, ζάχαρη, δάφνη καθόριζαν το τελικό προϊόν και σε ποια θεότητα θα το πρόσφεραν
Έφτασαν να φτιάχνουν μέχρι και 72 διαφορετικούς τύπους ψωμιού
Το ψωμί στην Ιστορία της Ελλάδας πάντα ήταν ένα θρησκευτικό σύμβολο καθώς οι Αρχαίοι Έλληνες το τιμούσαν και το δόξαζαν σε γιορτή που την έλεγαν Θειογόνους Άρτους και λάτρευαν την θεά Δήμητρα, την θεά των δημητριακών , της καλλιέργειας της γης και των αγαθών της. Μεγάλες ποσότητες άρτου από καλής ποιότητας σταριού κατανάλωναν και αφιέρωναν στον ναό της στην Ελευσίνα για να την ευχαριστήσουν για τους καρπούς που τους έδωσε αλλά και να την παρακαλέσουν για καλύτερη καρποφορεία.
Στα Χριστιανικά χρόνια, ο Χριστός στο μυστικό δείπνο ευλόγησε το ψωμί , τον άρτο, και το ομοίωσε με το σώμα του, εξού και μεταγενέστερα οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν το ψωμί με μεγαλύτερη ευλάβεια. Καθημερινά στο τραπέζι τους υπήρχε ψωμί και αμα έπεφτε καταλάθος ένα κομμάτι στο πάτωμα, απλά το σήκωναν , το φυσούσαν και το έβαζαν πάλι πάνω στο τραπέζι . Ακομά και μετά το φαγητό , στο τέλος η νοικοκυρά πάντα τίναζε τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο στην αυλή του σπιτιού για να τα φάνε τα πουλία ή τα ξερά κομμάτια τα μούλιαζε σε νερό και τα έδινε στις κότες. Έτσι ποτέ δεν πετούσαν ψωμί, το θεωρούσαν αμαρτία.
Ακόμα και στης μέρες μας γνωστή δοξασία κατά την παρασκυευή ψωμιού είναι όταν το βάζει η νοικοκυρά στο φούρνο να ψηθέι το σταυρώνει 3 φορές για να έχει ένα πετυχημένο αποτέλεσμα.
Πώς έφτιαχναν στο Πόντο προζύμι με βασιλικό του Σταυρού:
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν προζύμι με Βασιλικό στις 14 Σεπτεμβρίου εορτή της Ύψώσεως του Τιμίου Σταυρού και το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή ψωμιού.
Μετά τη λειτουργία, έπαιρναν ένα κλωνάρι βασιλικό από τα χέρια του ιερέα ,το πήγεναν στο σπιτικό τους και το έβαζαν σε ένα ποτήρι με νερό. Το σκέπαζαν με ένα ολόλευκο πανί και το άφηναν όλο το βράδυ.
Την άλλη μέρα έβγαζαν τον βασιλικό, ζέσταιναν λίγο το νερό και έριχναν μέσα λίγο αλεύρι και γινόταν ένας αραιός χυλός. Το σκέπαζαν με την ίδια λευκή πετσέτα και από πάνω τοποθετούσαν το βασιλικό. Το άφηναν όλη μέρα.
Την άλλη μέρα το πρωί συμπλήρωναν λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι ακόμη και το άφηναν και πάλι τυλιγμένο. Το βράδυ έκαναν πάλι το ίδιο με λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι και το άφηναν τυλιγμένο έως το πρωί. Δηλαδή επαναλάμβαναν τη διαδικασία τρεις φορές.
Το προζύμι το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή ψωμιού ή πρόσφορου και κάθε φορά κρατούσαν λίγο ζυμάρι για την επόμενη φορά.
Το περίεργο είναι ότι το προζύμι φούσκωνε χωρίς προσθήκη μαγιάς και το απέδιδαν στην «χάριν» του Τιμίου Σταυρού
Το ψωμί στην Ιταλο-γερμανική Κατοχή
Καθόλου κρέας ή ψάρι. Κάθε μπουκιά φαϊ ήθελε καλό μάσημα για να ξεγελάσουν το στομάχι οτί είναι γεμάτο και ποτέ δεν ξεχνούσαν να μαζέψουν τα ψίχουλα από το τραπέζι σε ένα βαζάκι. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας είχαν αρκετά ώστε να τα χρησιμοποιήσουν στην ''μαγειρική '' τους.
Η Μπομπότα είναι ένα είδος ψωμιού από καλαμποκάλευρο που το έφτιαχναν την περίοδο της Κατοχής. Η ιστορία ξεκινάει στην Βοιωτία σε κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας και της Ορεινής Ναύπακτου.
Το 1940 στην Ελλάδα κυριαρχούσε η φτώχεια . Το σιτάρι πια δεν υπήρχε και το μόνο που τους πρόσφερε η ''μητέρα'' γη τότε ήταν το καλαμπόκι. Αυτό γιατί στην Ελλάδα υπήρχε πόλεμος και οι κατακτήτες ρήμαξαν την Ελληνική περιουσία.
Νωρίς τον Απρίλιο κάθε οικογένεια ξεκινούσε το όργωμα του χωραφιού με την βοήθεια ενός αλόγου που του έδεναν ένα αλέρτι. Στη συνέχεια πάλι με την βοήθεια του αλόγου ,έσπερναν το καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό από πηγάδια ή απο το ποτάμι. Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στον μύλο μετα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Όταν το έπερναν σπίτι με τα σακιά, οι γυναίκες του σπιτιού το κοσκίνιζαν με μεγάλες σίτες μέσα σε σκάφη. Εκεί ξεχώριζαν το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη από το χοντρό αλεύρι που έμενε πάνω στη σίτα και το κρατούσαν για να το δώσουν στα ζώα . Στη συνέχεια, το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη ρίχνανε την ανάλογη ποσότητα ζεστού νερού . Το ανακάτευαν με μια ξύλινη κουτάλα , το ζύμωναν, το έβαζαν σε ταψια και ψήνανε σε φούρνο με ξύλα για μισή ώρα περίπου.
Είχαν δύο είδη μπομπότας ,την ανεβατή και την λείψή.
Την ανεβατή τη ζύμωναν με κανονικό προζύμη στο σκαφίδι. Μόνο που το καλαμποκάλευρο το ζεματούσαν με αλατισμένο νερό. Το έκαναν κανονικό ζυμάρι και το έριχναν σε ταψιά. Το άφηναν πολλές ώρες να φουσκώσει και ύστερα το έψηναν.
Την μπομπότα στο τραπέζι την έκοβαν σε φέτες όπως και το κανονικό ψωμί.
Η λειψή μπομπότα γινόταν χωρίς προζύμι. Το αλεύρι το ζεμάτιζαν και ύστερα το έτριβαν με λάδι έπειτα ρίχνανε μέσα και σταφίδες και κανέλα. Έτσι γινόταν τραγανό και νόστιμο ακόμα και σε κάποιες περιοχές το βάζανε σε ταψί που το αλείφανε με πετιμέζι και ύστερα το έψηναν το λεγόμενο ''κατσαμάκι΄΄ ένα είδος γλυκού.
Η μπομπότα έσωσες πολλές ζωές στην κατοχή διότι επικρατούσε τρομερή πείνα που δεν είχε ξαναζήσει ο ελληνικός λαός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου